- σίαλος
- (I)ο, ΝΜΑτο σάλιο, αλλ. σίαλο(ν) και σίελο(ν) και σίελος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίαλον / σίελον κατά τα αρσ.].————————(II)και σίελος, ὁ, Α1. ο παχύς και τρυφερός χοίρος, το θρεφτάρι2. πάχος, λίπος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί πιθ. από τον αμάρτυρο τ. *σις (πρβλ. σίκα, λακων. τ. τού ὗς «γουρούνι» κατά τον Ησύχ.) με επίθημα -αλoς κατά το πίαλος, άλλον τ. τού πιαλέος «παχύς, λιπαρός» (< πῖαρ*). Ωστόσο, η σύνδεση τής λ. με έναν δευτερεύοντα τ., όπως είναι το πίαλος, γεννά ορισμένες δυσχέρειες. Αντίθετα, η σύνδεσή της με την έννοια τού γουρουνιού επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι η λ. μαρτυρείται ήδη στην Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. sia2ro, που απαντά σε έναν κατάλογο, σε κάθε γραμμή τού οποίου εμφανίζεται το ιδεόγραμμα τού γουρουνιού). Γι' αυτό, εξάλλου, δεν θεωρείται πιθανή η σύνδεση τής λ. με το σίαλον* «σάλιο» (< σίαι με σημ. «φτύνω»). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, η λ. συνδέεται με το γερμ. pwīnan «αδυνατίζω, εξασθενώ» (< ΙΕ ριζα *tui, πρβλ. τήκω «λειώνω») ή με το σλαβ. ty-ti «παχαίνω» (< ΙΕ ρίζα tu-iă «πάχος»). Για τον περιορισμό τής σημ. τού σίαλος «παχύ γουρούνι» σε «πάχος» πρβλ. γαλλ. veau «μοσχάρι, μοσχαρήσιο δέρμα»].
Dictionary of Greek. 2013.